- συγκλείσῃ
- συγκλείσηι , σύγκλεισιςshutting upfem dat sg (epic)συγκλείωshutaor subj mid 2nd sgσυγκλείωshutaor subj act 3rd sgσυγκλείωshutfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύγκλειση — η / σύγκλεισις, είσεως, ΝΑ, αττ. τ. ξύγκλησις Α [συγκλείω] η συνένωση δύο πραγμάτων ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο κενό («τῆς φάλαγγος ἡ σύγκλεισις», Αρρ.) νεοελλ. ανατ. η συναρμογή τών οδόντων η οποία εκφράζεται με τη σχέση εφαρμογής τών φυμάτων… … Dictionary of Greek
καταρραφή — καταρραφή, ἡ (Α) [καταρράπτω] 1. στρίφωμα 2. (για τη σύγκλειση τών βλεφαρίδων) η ραφή, η σύγκλειση προς τα κάτω … Dictionary of Greek
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
κλείθρωσις — κλείθρωσις, ἡ (Μ) κλείδωση, σύγκλειση, κλείδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *κλειθρόω / ῶ] … Dictionary of Greek
κολπόκλειση — η ιατρ. μερική συνήθως σύγκλειση τού κόλπου, για αντιμετώπιση, τις πιο πολλές φορές, τής πρόπτωσης τής μήτρας σε ηλικιωμένες γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colpocleisis < colpo (< κόλπος) + cleisis (< κλεῖσις < κλείω)] … Dictionary of Greek
λαγοχειλία — και λαγωχειλία, η σχετικά συχνή συγγενής παραμόρφωση κατά την οποία δεν πραγματοποιείται η σύγκλειση τής στοματορρινικής σχισμής τού εμβρύου τον πρώτο μήνα εμβρυϊκής ζωής, με αποτέλεσμα την παρουσία σχισμής στο άνω χείλος, κάτω από τον ένα ή και… … Dictionary of Greek
λόξυγγας — Σπασμωδική σύσπαση του διαφράγματος, η οποία προκαλεί βίαιη εισπνοή που ακολουθείται από απότομη σύγκλειση της γλωττίδας και από χαρακτηριστικό ήχο στον λάρυγγα. Συχνά παρατηρείται στα έμβρυα κατά τη διάρκεια της κύησης ή συνοδεύει το κλάμα, αλλά … Dictionary of Greek
μυ — (I) το (Α μὺ και μῡ και ιων. τ. μῶ) (άκλιτο) ονομασία τού γράμματος μ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Μ, μ (εγκυκλ.)]. (II) μὺ και μῡ, το (Α) 1. ασθενής ήχος που παράγεται με την ταχεία σύγκλειση τών χειλιών, μουρμούρισμα 2. μίμηση τού ήχου ανθρώπου που κλαίει… … Dictionary of Greek
μύσις — (I) η (ΑΜ μύσις, εως [μύω] το αποτέλεσμα τού μύω, η σύγκλειση τών βλεφάρων ή τών χειλιών ή άλλου ανοίγματος τού σώματος νεοελλ. η διαρκής στένωση τής κόρης τών οφθαλμών μσν. στενότητα νου, σκέψης. (II) η ζωολ. γένος οστρακοδέρμων, τύπος τής… … Dictionary of Greek
νανισμός — Ανωμαλία που χαρακτηρίζεται βασικά από μειωμένη ανάπτυξη του ύψους και του βάρους του σώματος, σε σχέση με τον φυσιολογικό μέσο όρο ανάπτυξης που μας παρέχεται από τις στατιστικές για μια ορισμένη φυλή, ηλικία και φύλο. Οι τιμές του αναστήματος… … Dictionary of Greek